γαγγήτις

γαγγήτις
και γαγγίτις, η (Α)
αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» — ο γαγάτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης*, που οφείλεται σε παρετυμολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαγγητικός — γαγγητικός, ή, όν (Α) [γαγγήτις] αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Γάγγη των Ινδιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”